τετάρτι

τετάρτι
το, Μ [τέταρτος]
1. το τεταρτημόριο
2. (ιδίως) το ένα από τα τέσσερα μέρη ενός σφαγίου («το μπροστινό τετάρτι»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… …   Dictionary of Greek

  • τεταρτιάζω — Ν κόβω κάτι σε τέσσερα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτος / τετάρτι. Το ρ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”